- αποθαλασσιά
- η1. ο κυματισμός που διαρκεί και μετά την παύση του ανέμου που την προκάλεσε2. περιοχή της θάλασσας, κοντά σε στεριά, προφυλαγμένη από τους ανέμους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποθαλασσιά — η φουρτούνα και μετά το πέσιμο του αέρα, φουσκοθαλασσιά: Περίμεναν αρκετή ώρα, για να σταματήσει η αποθαλασσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καραντί — το ναυτ. σφοδρή θαλασσοταραχή που εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την κατάπαυση τού ανέμου, αποθαλασσιά, φουσκοθαλασσιά, κουφοθάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. karalti] … Dictionary of Greek
ρεστία — η, Ν ωκεαν. ακατάστατος και ακανόνιστος κυματισμός, φαινόμενο ανάλογο με την αποθαλασσία, που εκδηλώνεται σε ορισμένους λιμένες με χαρακτηριστικό προσανατολισμό ως προς το πέλαγος, όταν σε αυτό επικρατεί κλύδωνας, η λεγόμενη χονδρή θάλασσα, αλλ.… … Dictionary of Greek